- αποξύρησις
- ἀποξύρησις, η (Α) [αποξυρώ]το ξύρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποξύρησιν — ἀποξύρησις shaving off fem acc sg ἀποξύ̱ρησιν , ἀποξύρω get shaved aor subj mid 2nd sg (epic) ἀποξύ̱ρησιν , ἀποξύρω get shaved aor subj act 3rd sg (epic) ἀποξύ̱ρησιν , ἀποξύρω get shaved pres subj mp 2nd sg (epic) ἀποξύ̱ρησιν , ἀποξύρω get shaved … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποξυρήσεως — ἀποξυρήσεω̆ς , ἀποξύρησις shaving off fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)